- περίλοιπος
- -ος,-ον A 0-0-1-1-0=2 Am 5,15; Ps 20(21),13remaining, surviving; τοὺς περιλοίπους τοῦ Ιωσηφ the remnant of Joseph Am 5,15*Ps 20(21),13 τοῖς περιλοίποις the remaining, surviving-יתר for MT מיתר bowstring
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
περίλοιπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίλοιπος — ον, ΜΑ [περιλείπομαι] υπόλοιπος … Dictionary of Greek
περίλοιπον — περίλοιπος masc/fem acc sg περίλοιπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλοίποις — περίλοιπος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλοίπου — περίλοιπος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλοίπους — περίλοιπος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλοίπων — περίλοιπος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλοίπῳ — περίλοιπος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίλοιπα — περίλοιπος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίλοιποι — περίλοιπος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek